κοκκορεβιθιά

κοκκορεβιθιά
και κοκορετσιά ή τσικουδιά, η
βοτ. κοινή ονομασία τού είδους Pistacia terebinthus, θάμνου ή μικρού δέντρου που απαντά στις θερμότερες θαμνώδεις περιοχές τής Ελλάδας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοκκορεβιθιά ή τσικουδιά — Κοινή ονομασία του είδους πιστακία η τερέβινθος. Βλ. λ. πιστακία …   Dictionary of Greek

  • κοκκορέτσα — η βλ. κοκκορεβιθιά …   Dictionary of Greek

  • πιστακία — (pistacia). Γένος φυτών της οικογένειας των ανακαρδιιδών. Αριθμεί 20 είδη, που ευδοκιμούν στις παραμεσόγειες περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας, της Αφρικής και του Μεξικού. Οι π. είναι δέντρα ή θάμνοι αειθαλή με ωραίο άρωμα και με χυμό μαστιχώδη.… …   Dictionary of Greek

  • σχίνος — (πιστακία η λεντίσκος). Αειθαλής πυκνοφυής θάμνος της οικογένειας των Ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα), γνωστός από την αρχαιότητα. Πολύ κοινό είδος στις περιοχές και στα νησιά της Μεσογείου, συναντιέται και στην Ελλάδα, στην κατώτερη ζώνη των… …   Dictionary of Greek

  • τερέβινθος — και τέρμινθος και τρέμιθος, η, ΝΜΑ, και τρεμιθιά και τριμιθιά και τραμιθιά Ν, και τρίμιθος Α 1. λόγια ονομασία είδους τού φυτού πιστακία, κν. σήμερα κοκκορεβιθιά 2. ιατρ. δερματική νόσος που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση μαλακών θηλοειδών… …   Dictionary of Greek

  • φιστικιά — (πιστακία η γνήσια). Φυτό της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται για τα σαρκώδη, ελαιούχα και αρωματικά σπέρματά της, τα οποία χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική, στην κουφετοποιία, στη μαγειρική ή καταναλώνονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”